βηματοδότης

βηματοδότης
ο
1. ο μηχανισμός που προκαλεί κάθε καρδιακό παλμό
2. συσκευή που διεγείρει το μυοκάρδιο με τη ρυθμική παραγωγή ηλεκτρικών διεγέρσεων σε περιπτώσεις ανωμαλιών του καρδιακού ρυθμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βήμα (-τος) + -δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτοδότης, εργοδότης). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου. (πρβλ. αγγλ. pacemaker)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”